«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ»
του
ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΟΥΖΙΛ
ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟ
Στο ημιτελές έργο αυτού του μεγάλου συγγραφέα της εποχής μας , στην κορυφή του φιλοσοφικού και λογοτεχνικού στοχασμού του, βρίσκεται ο Νίτσε και, κυρίως, το έργο του για την κριτική της ηθικής. Παρά τις διαφωνίες του Μούζιλ με τον Νίτσε, όσον αφορά τη βούληση για δύναμη, τον αντιχριστιανισμό και πιο συγκεκριμένα , την αντιθρησκευτικότητα , όλο το βιβλίο αποτελεί έναν διάλογο με τη σκέψη του Νίτσε. Η ημιτελής μορφή του έργου, ανταποκρίνεται στην άποψη του συγγραφέα ότι η ζωή δεν ερείδεται στο σύνολο, , ούτε στο οργανικό και ολοκληρωμένο Όλον. Το βιβλίο Ο άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες φιλοδοξεί –και το επιτυγχάνει- να παρουσιάσει όλη την πραγματικότητα μέσα σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι και για το λόγο αυτό είναι καταδικασμένο να παραμείνει για πάντα ένα ημιτελές έργο. Ο ίδιος ο Μούζιλ εξηγεί γιατί έκανε αυτή τη συνειδητή επιλογή ν’ αφήσει ημιτελές το έργο: Παρουσιάζω το έργο μου έχοντας συνείδηση ότι είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας και θα το παρουσίαζα κι αν ακόμα ήταν λάθος γιατί ορισμένα λάθη αποτελούν μικρά βήματα προς την αλήθεια. Πρόθεσή μου είναι να καταγγείλω ορισμένα σημαντικά λάθη της ευρωπαϊκής ιδεολογίας, λάθη για τα οποία δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής καμία λύση. Το στυλ του μυθιστορήματος έχει ειρωνικό και ταυτόχρονα φανταστικό χαρακτήρα, ξεκινά από την αρχή ότι οι ιδέες σίγουρα προσδιορίζουν τον ρουν της Ιστορίας , αλλά οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να συλλάβουν νέες. Επιπλέον προσπαθώ να περιγράψω τις περιπέτειες ενός ανθρώπου που είναι τόσο γοητευμένος από την υπεροχή της επιστημονικής σκέψης ώστε να μην μπορεί να απαλλαγεί από αυτήν , αν και ηθικά είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Τελικά οι ιδέες του γίνονται όλο και πιο αφηρημένες και ο ίδιος όλο και πιο παράξενος. (1930, απάντηση στις ερωτήσεις της εφημερίδας Nowy Mir). ΄Όπως και ο κεντρικός άξονας της αφήγησης, η Παράλληλη Δράση, κινείται γύρω από ένα κενό και , στη συνέχεια οικοδομείται πάνω στις βάσεις του Μηδενός, έτσι και η “αναρχία των μορίων” που περιγράφει στα ‘Ημερολόγιά του “ ο Μούζιλ , αναστατώνει την ιεραρχία της ζωής και εναπόκειται στον Λόγο να οργανώσει τη ζωή και να τις προσδώσει τάξη και νόημα.
Η λέξη, γράφει ο συγγραφέας, αποκτά μια κυριαρχική αυτονομία , απαλλασσόμενη από το βάρος της πρότασης, η πρόταση περικλείει όλο το νόημα της σελίδας, από την οποία απελευθερώνεται με τη σειρά της , η σελίδα επιβάλλεται επί του συνόλου κι έτσι το Όλον δεν είναι πλέον Όλον. ΄Όμως αυτός ο κατακερματισμός, κατά τον Μούζιλ, είναι μια λυτρωτική αταξία στο βαθμό που αποδιαρθρώνει την κυριαρχική αυστηρότητα μιας βούλησης που τείνει να επιβάλλει μια ενιαία και ενωτική ιεραρχία σε κάθε λεπτομέρεια που εξεγείρεται . Η αναρχία των μορίων . συνεχίζει ο Μούζιλ, αποκαθιστά την ελευθερία του ατόμου, επαναφέρει την δόνηση και τον πλούτο της γυμνής και άγριας ζωής και μέσα στην ελεύθερη κίνηση των μορίων , διαμορφώνεται η δυνατότητα ίσων δικαιωμάτων για όλους. Ο Μούζιλ εμέμφετο τον φιλόσοφο ότι δεν μπόρεσε να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε η σκέψη του να γίνει πραγματικότητα.
Ο πρώτος τόμος του Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες , εκτυλίσσεται γύρω από τη μοναρχία της αυτοκρατορικής και βασιλικής Κακανίας – Kakanien k.u.k, την Αυστρία, που είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας και των κρατών πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την Παράλληλη Δράση , ο Μούζιλ ορίζει την συνείδηση που είχε η ίδια η εποχή για τον εαυτό της και τα συμπτώματα της ασθένειας της χώρας του και κατ΄’επέκτασιν της Ευρώπης. Κάνει έναν απολογισμό του δυτικού κόσμου και τις συνθήκες ύπαρξής του, διεισδύει και διερευνά την κοινωνία ως σύστημα ,και με σατιρικό ύφος παρουσιάζει διάφορους τύπους ανθρώπων, τους ήρωές του, αξιολογεί τις διάφορες δυνατότητες για το μέλλον του Πνεύματος, προτείνει και πειραματίζεται λύσεις που θα οδηγήσουν στον νέο άνθρωπο.(Wie man noch Mensch sein kann). Στον δεύτερο τόμο, αφού έχει παρουσιάσει τον κεντρικό ήρωά του , τον Ούλριχ, που συμβολίζει το μοντέρνο και λαμπρό πνεύμα, επινοεί μια αισθηματική περιπέτεια μέσα σε ένα ανορθολογικό πλαίσιο αντίληψης του κόσμου. Ο Ούλριχ θα εγκαταλείψει με την δίδυμη αδερφή του τον κόσμο που τους επιβλήθηκε από τους άλλους και θα επιδοθεί σε μια απίστευτη περιπέτεια , στα όρια της ουτοπικής ύπαρξης. Σ’ αυτόν τον δεύτερο τόμο , ο Μούζιλ διερευνά τις ψυχολογικές και διανοητικές δυνατότητες του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της μυστικιστικής έκστασης που την ονομάζει “η άλλη κατάσταση” (Der andere Zustand). Αποπειράται ένα « ταξείδι στα όρια του δυνατού» με στόχο να μάθει να βλέπει και να σκέφτεται διαφορετικά.
Ο συγγραφέας πιστεύει ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η προστακτική ηθική με τον αυστηρό διαχωρισμό που κάνει ανάμεσα στο καλό και το κακό ,προς όφελος της δημιουργικότητας του νέου ανθρώπου και της ανατροπής των ηθικών αρχών και κανόνων . Η προστακτική ηθική παγιώνει το καλό και το κακό σε εντολές και απαγορεύσεις ενός συστήματος εξουσίας το οποίο θέλει να εδραιώσει αυτή την εξουσία στο διηνεκές. Το καθήκον του νέου ανθρώπου, του ανθρώπου χωρίς ιδιότητες . είναι να αποκτήσει εκ νέου τις δημιουργικές του δυνάμεις , να καλύψει τα κενά του, να δράσει πέραν του καλού και του κακού, δηλ. πέραν της ισχύουσας ηθικής. Για να το επιτύχει αυτό , πρέπει η έννοια του δυνατού να συνυπάρχει με την έννοια του πραγματικού.
Για τον Μούζιλ η αλήθεια δεν είναι κάτι που το κρατάμε στην άκρη και από το οποίο αντλούμε αυτό που χρειαζόμαστε κάθε φορά που το χρειαζόμαστε. Με τον διαχωρισμό που κάνει ανάμεσα στις «ζωντανές και τις νεκρές ιδέες», τοποθετεί τον τόπο της αλήθειας στις τελευταίες . Η αλήθεια ανακαλύπτεται συνεχώς εκεί όπου η εσωτερική ζωή ενός ανθρώπου παίρνει μια αναντικατάστατη και αναλλοίωτη μορφή μέσα από μια αποφασιστικής σημασίας ιδέα•
Τον άνθρωπο χωρίς ιδιότητες δεν μπορεί να τον κατατάξει κανείς εύκολα σε μια λογοτεχνική κατηγορία .Σίγουρα αποτελεί κριτική μιας κουλτούρας και της ανατροπής της , προοιωνίζεται τον νέο άνθρωπο και την ανασυγκρότησή του πάνω σε νέες βάσεις. Ο άνθρωπος αποβάλλει τις εφήμερες ιδιότητές του για να μπορέσει να αναμειχθεί με την ίδια την ουσία της ζωής , και για να το επιτύχει αυτό ακολουθεί μια πορεία μέσα από μια κουλτούρα από την οποία πρέπει να αφαιρέσει τη μάσκα της . Η ιδέα του Άρνχαϊμ στο βιβλίο, να εγκαθιδρύσει την έδρα του πνεύματος μέσα στο κέντρο της εξουσίας είναι λανθασμένη πέρα για πέρα, διότι η εξουσία έχει την τάση να καθυποτάσσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις ενώ η κουλτούρα τις αναπτύσσει. Κι εδώ συναντά και πάλι τον Νίτσε και την ιδέα του για την ασυμβατότητα μεταξύ Κράτους και κουλτούρας, καθώς επίσης και την άποψή του ότι η τέχνη έχει μεγαλύτερη αξία από την αλήθεια.
Και για τον Μούζιλ , μόνον η τέχνη μπορεί να μας κάνει να ανακαλύψουμε , πέρα από τα επιφαινόμενα , τις πραγματικές αιτίες που μας ωθούν να δρούμε.
Για τον Νίτσε , όπως και για τον Μούζιλ, η θεσμοποιημένη γλώσσα , το συμβατικό και άκαμπτο σημείο κατά την ταξινόμηση των ιδεών , κατέστησε απολιθώματα τη ζωή και τη φύση, τις καταχώνιασε μέσα στους μηχανισμούς των κοινωνικών και γλωσσικών θεσμών , μέσα στα αρτηριοσκληρωτικά γρανάζια της εξουσίας. Κάθε επανάσταση , λοιπόν, πρέπει να ξεκινήσει από τον αφανισμό του σημείου.
Ο Μοοσμπρούγκερ και η Κλαρίς , ζούνε έξω από την γλώσσα της κοινωνίας .Η γλώσσα τους χαρακτηρίζει την πιο ριζική και ύψιστη στιγμή του έργου του Μούζιλ. Ο Μοοσμπρούργκερ , ο πολυπρόσωπος, «ο συμπαθητικός και μοναχικός μαραγκός που ήταν ταυτόχρονα αμήχανος, κουτοπόνηρος , ειρωνικός , πονεμένος, τρελός, αιμοδιψής και σκοτεινός , ο δολοφόνος ενός παλιοθήλυκου, μιας πόρνης κατώτερης υποστάθμης», απορρίπτει κάθε κατηγορική ταξινόμηση , αποδομεί την κοινωνικά και πολιτισμικά επιβαλλόμενη λογική σχέση σε μεμονωμένα συμβάντα .Η υπεράσπιση του από τον ίδιο στηριζόταν προφανώς σ’ένα σχέδιο που μόνο σαν σκιά αντιλαμβανόταν. Ούτε είχε βγει έξω με την πρόθεση να σκοτώσει, ούτε η αξιοπρέπειά του του• επέτρεπε να είναι άρρωστος.Μάλιστα ο Ούλριχ το κατάλαβε σωστά , απαίτησε να θεωρήσουν το φόνο του πολιτικό έγκλημα , πότε -πότε δίνοντας την εντύπωση ότι δεν αγωνιζόταν καθόλου για τον εαυτό του αλλά γι’αυτή καθεαυτή τη νομική κατασκευή. Η τακτική, αντίθετα που χρησιμοποιούσε ο δικαστής ήταν η συνηθισμένη: έβλεπε τα πάντα σαν κουτοπόνηρες προσπάθειες ενός δολοφόνου που θέλει να αποσείσει την ευθύνη του. Για τον Μοοσμπρούγκερ όμως η πράξη του αποτελούνταν από ένα σωρό μεμονωμένα περιστατικά που δεν είχαν σχέση το ένα με το άλλο, γιατί το καθένα τους είχε ένα διαφορετικό αίτιο που βρισκόταν εκτός Μοοσμπρούγκερ και κάπου στον κόσμο ως σύνολο. Ο Μοοσμπρούγκερ αγνοεί πλήρως τον οργανωμένο λόγο, εμπιστεύεται μόνο την «μαγική λέξη» των πρωτόγονων , όπου η λέξη συμπίπτει με το πράγμα. , εμπιστεύεται την ικανότητα της ποίησης να συνοψίσει τον κόσμο στο ουσιώδες. Η Κλαρίς , μέσα στην ¨φωτισμένη τρέλλα της και τη
νιτσεϊκή μορφή της υγιούς νεύρωσης , θεσπίζει κανόνες κατά της γραμματικής , διευρύνει το σημασιολογικό πεδίο κάθε σημείου, για να συμπεριληφθούν ταυτόχρονα σ΄ αυτό όλα τα αντίθετα σημαινόμενα, να διπλασιαστεί και να πολλαπλασιαστεί αυτό το πεδίο σ΄ ένα τεράστιο πλέγμα στιγμιαίων σημείων , που εξαφανίζονται αμέσως μετά όπως ένας αμμόλοφος από τον άνεμο. ¨»Οι σκέψεις της είχαν συμπιεστεί σ΄ ένα μικροσκοπικό πακετάκι και είχαν χωρέσει τόσο θαυμάσια μέσα στο λιγοστό χώρο όσο και τα εργαλεία ενός διαρρήκτη. Στα μάτια της αυτή η διαδρομή ήταν κατά το ήμισυ φιλοσοφία κατά το άλλο μοιχεία. Αυτό της δημιουργούσε μια αισθησιακή διέγερση• Έπαιρνε μαζί της στο υπνοδωμάτιο κάθε βράδυ ένα βιβλίο του Νίτσε .”Υπάρχει πεσιμισμός της δύναμης? Μια διανοητική προδιάθεση προς το σκληρό, κακό , προβληματικό στη ζωή? Μια βαθιά αντι-ηθική τάση? Ο πόθος του τρομακτικού ως μόνου αντάξιου εχθρού.
Δεν θυμόταν πλέον ακριβώς , αλλά μια μη αόριστη ουσία αυτών των ιδιοτήτων κυμάτιζε μπροστά της , και είχε σχέση με τον Άντερς , ο οποίος – ναι τώρα η λέξη ερχόταν στο μυαλό της – τα γελοιοποιούσε όλα εξαιτίας της “βαθιάς αντ-ιηθικής τάσης της” και που είχε σχέση μ΄έναν παράδοξο τρόπο και με την ίδια” Τα λόγια των δύο ηρώων είναι σημαίνοντα που ξέφυγαν από την τυραννία του σημαινόμενου. Είναι μεταφορές που δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν από μια λογικο-παραστατική σκέψη, αλλά μόνο μέσα από το παιχνίδι του ποιητικού λόγου. Η γλώσσα και η ζωή της Κλαρίσσας δεν γνωρίζουν ουσιαστικά, ούτε αντικείμενα. Αλλά μόνον ρήματα ή μια διαδικασία εν τω γίγνεσθαι.
Μέσα από τον κεντρικό του ήρωα , τον Ούλριχ που συμβολίζει το λαμπρό και σύγχρονο πνεύμα , ο Μούζιλ ανιχνεύει τις δυνατότητες μιας νέας ηθικής απέναντι στην επιστημονική γνώση της εποχής του.Ο ήρωας βιώνει μια ουτοπική ύπαρξη, εγκαταλείπει με τη δίδυμη αδερφή του τον προκαθορισμένο από τους άλλους κόσμο και επιχειρεί ένα «ταξίδι στα όρια του δυνατού» . Αναζητεί την «αληθινή ζωή», προσπαθώντας να ισορροπήσει τις διανοητικές με τις ψυχικές του ανάγκες. Ο Μούζιλ πιστεύει σ΄αυτό που ονομάζει δυναμική ηθική , μια συνεχώς αυξανόμενη ηθική(wachsende Moral), ή στην ηθική των ποιητών. Για τον συγγραφέα , οι βασικές συνιστώσες του ανθρώπου καθώς και η συμπεριφορά του παραμένουν σταθερές , αυτό που μεταβάλλεται είναι η σχέση του όντος με τις εξωτερικές συνθήκες , με τις διαφορετικές καταστάσεις. Ο Ούλριχ δεν απορρίπτει το παρόν, προσπαθεί να το καταλάβει, δεν αναζητεί το νόημα της ζωής στην άρνηση , δεν παραμένει αδρανής , προχωρεί μεθοδικά, με μικρά βήματα να ανακαλύψει τις άπειρες εκφάνσεις των πραγμάτων και των συμβάντων. Με την έννοια αυτή, είναι λογικό το βιβλίο του Μούζιλ να παραμένει ένα Fragment , ένα ατελές έργο που θα βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση ενός συγγραφέα που θα καταγράφει τα συνεχώς μεταβαλλόμενα στοιχεία της ζωής, και , όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στο Ημερολόγιό του, θα δημιουργεί το μέλλον.