«2013 Έτος Κων/νου Καβάφη – 150 χρόνια από την γέννησή του»
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγή, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια- σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν πήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικό γραφείο εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά»
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ.Π.Καβάφη
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής και ίσως ο πιο πολυδιαβασμένος.
Γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια. Οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια, εγκαταλείποντας την Κων/πολη το 1840. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία(Λίβερπουλ και Λονδίνο), όπου και έμεινε μέχρι το 1876.
Έζησε για τρία χρόνια(1882-1884) στην Πόλη, περίοδος που αναδείχθηκε κρίσιμη στην ψυχοδιανοητική του διαμόρφωση. Ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Αθήνα και έμεινε 30 χρόνια στην Αλεξάνδρεια χωρίς να μετακινηθεί καθόλου.
Μετά από διάφορες περιστασιακές απασχολήσεις αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 59 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, το 1922.
Ο Καβάφης ήταν γνωστός για την ειρωνεία του, έναν μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας, παρά το γεγονός ότι κάποιοι από τους συγχρόνους του εστιάστηκαν πρωτίστως στην ερωτική ποίησή του και στον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης μέσα από την σωματική έκφανση των ιδεών, που μετέφερε στα γραπτά του.
Είναι ο ποιητής που στα ελληνικά δεδομένα καθορίζει ίσως τον μελλοντικό αναγνώστη της ποίησης. Είναι «σωματικά πνευματικός», αρκετά κατανοητός στην αποκωδικοποίηση των μεταφορών και των συμβολισμών, κατακτώντας τον αναγνώστη μέσα από την νοσταλγική μνήμη του σώματος. Η εξύμνηση της ηδονής και της απόλαυσης που αναζητά το σώμα, αλλά και η οδύνη της υπαρξιακής ταύτισης, μέσα από αυτή την σαρκική διαδρομή εμφανίζει ενίοτε ψυχαναλυτικές οπτικές με προοπτική σε βαθύτερες ασυνείδητες ματαιώσεις. Τα γραπτά του Καβάφη μοιάζουν να είναι πολύ κοντά στην βιωματική του περιπλάνηση σε δαιδαλώδη πλακόστρωτα και εξωτικές αγορές, με τις αισθήσεις να αντιλαμβάνονται τον χώρο και τον χρόνο στον πόνο της απόλαυσης, καθώς η αναμενόμενη λύτρωση επιμένει στην πνευματικότητα των ιδεών και στην μοναχική υπέρβαση της σχεδόν ανύπαρκτης επικοινωνίας με τους άλλους.
Η έκφραση του Σάρτ «η κόλαση είναι οι άλλοι», φαίνεται να έχει μοναδική σχέση με τον τρόπο σκέψης αλλά και διαβίωσης του ποιητή και την συνεχή αναζήτησή του προς το ανέφικτο. Μονόδρομοι εγκεφαλικού συναισθηματισμού ανολοκλήρωτων «ταξιδιών», με μόνο στόχο την αμφισβήτηση του προορισμού, αλλά και την εξέλιξη της σκέψης και του σώματος μέσα από την μακρά πορεία της υπαρξιακής μας διαδρομής στο άγνωστο και την εμπειρική πλοήγηση προς κάποιο εσωτερικό νησί, που ίσως ο καθένας κρύβει μέσα του.
Η ομορφιά που αναδύεται μέσα από την ανάγνωση των ποιημάτων του Καβάφη, αναδεικνύει την προηγηθείσα καταβύθιση, προκειμένου να συμφιλιωθούμε με τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες μιας βαθύτερης διαδρομής, που εξελίσσει την σωματική πλάνη των αισθήσεων σε συναισθηματική-εγκεφαλική ορμή με κατεύθυνση την ατομική εξερεύνηση. Ο κόσμος των ιδεών σε μεγέθυνση, καθώς ορίζεται με κλίμακες σε εσωτερικές χαρτογραφήσεις. Ναυλώσεις σε εγκαταλειμμένες νοερά φιλοδοξίες του νου, αλλά και σε κυριολεκτικά πολύβουες αγορές μυρωδικών και αποπλανήσεων μεταφέρονται μέσα από το λόγο του ποιητή στην αναδρομή μιας ιστορικής απεικόνισης, που όμως εστιάζει έντεχνα στην διαχρονικότητα των αισθήσεων και της σκέψης.
Ο Καβάφης αναμφισβήτητα υπήρξε η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Αλεξάνδρειας. Απεβίωσε στο νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας στις 29 Απριλίου 1933, ημέρα που συμπλήρωνε τα 70 του χρόνια.
«Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον»
Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.
γράφει η Κυριακή Θεοδωρίδου