«Νοιώθω ότι ανήκω σε έναν λαό , του οποίου η εθνική ενοποίηση προετοιμάστηκε και πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή μεγάλης λογοτεχνικής δραστηριότητας και ύψιστης ανθρωπιστικής παιδείας, είμαι ο συνειδητός απόγονος ενός αστικού κόσμου που οι παραδόσεις του ανάγονται ακριβώς σ’ εκείνη την εποχή και ο οποίος εντέλει, ναι, είναι όσο καμιάς άλλης χώρας, προϊόν ανθρωπιστικής παιδείας. Δίχως έπαρση μπορώ να πω ότι η ανθρωπιά για μένα είναι κάτι το αυτονόητο, και μάλιστα όχι μόνο στα πνευματικά ζητήματα, αλλά εξίσου και στα ατομικά και τα καθημερινά. »
Σ’ αυτά τα λόγια του Τόμας Μάν, Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929, περικλείεται όλη η αντίληψή του για τον κόσμο και οι σχέσεις που πρέπει να έχει το υποκείμενο με την κοινωνία και το περιβάλλον του.
Γεννήθηκε στο Luebeck της Γερμανίας το 1875 από πατέρα Γερμανό, τον Thomas Johann Heinrich Mann, και μητέρα Γερμανοβραζιλιάνα, την Julia da Silva – Bruhns. «Όταν αναζητώ τις ρίζες των ικανοτήτων μου, δεν μπορώ να μη σκεφτώ τον περίφημο στίχο του Γκαίτε και να σημειώσω ότι κι εγώ οφείλω την σοβαρή πορεία της ζωής μου στον πατέρα μου, ενώ αντίθετα στην μητέρα μου οφείλω την συβαριτική φύση μου, την καλλιτεχνική μου ευαισθησία, και με την ευρύτερη σημασία της λέξης, την αίσθηση της αφήγησης.
Ο Τόμας Μάν άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά κείμενα στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό Monatszeitschrift fuer Kunst, Literatur und Philosophie, το οποίο διηύθυνε ο ίδιος. Κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του στο τμήμα Λογοτεχνίας, Ιστορίας και Οικονομικής Πολιτικής, το ενδιαφέρον του για την λογοτεχνία και την Τέχνη παρέμεινε αμείωτο. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ιταλία που πραγματοποίησε με τον αδερφό του Heinrich Mann, συνέλαβε την ιδέα του μυθιστορήματός του Die Budden- brooks, το οποίο άρχισε και να γράφει. Στο έργο αυτό καθώς και στον Θάνατο στη Βενετία ο Τόμας Μάν επικεντρώνεται στο πρόβλημα του δημιουργού καλλιτέχνη που προσπαθεί να συμβιβάσει την ανάγκη του για καλλιτεχνική δημιουργία με τις πρακτικές ενασχολήσεις της καθημερινότητας . Οι ήρωές του σ΄ αυτά τα έργα διαθέτουν μια υπέρμετρη, σχεδόν νοσηρή καλλιτεχνική ευαισθησία την οποία προσπαθούν να ελέγξουν και να τιθασεύσουν μέσα από την πειθαρχία του ύφους και της οικονομίας του έργου τους, πράγμα δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, κι έτσι οδηγούνται στο φυσικό ή συμβολικό θάνατό τους.
Εκτός από τα περίφημα έργα του die Buddenbrooks, Doktor Faustus, der Zauberberg (το Μαγικό Βουνό, το οποίο αρχίζει να γράφει μετά από μια επίσκεψη στο σανατόριο για πνευμονικές παθήσεις στο Νταβός, στο οποίο νοσηλεύεται η σύζυγός του), Lotte in Weimar (Η Λόττε στη Βαιμάρη), έγραψε αμέτρητες νουβέλες και διηγήματα, όπως ο Tonio Kroeger, Felix Krull, Mαrio und Zauberer (ο Μάριο και ο Μάγος), Koenigliche Hochzeit (Βασιλικός Γάμος) κ.λ.π.
Το 1913 γράφει τον «Θάνατο στη Βενετία», έργο που θεωρείται και το πιο ολοκληρωμένο του από άποψη μορφής και περιεχομένου. Ενώ γράφει το τελευταίο κεφάλαιο από τον Θάνατο στη Βενετία, συλλαμβάνει την πρώτη ιδέα από το παιδαγωγικό μυθιστόρημα (Bildungsroman), «Το Mαγικό Bουνό», έργο στο οποίο ο συγγραφέας εντοπίζει με εξαιρετική διορατικότητα τα διλήμματα που έμελλε να αντιμετωπίσει αργότερα η Ευρώπη.
Οι βάσεις της λογοτεχνικής θεώρησης του Τόμας Μάν είναι αδιανόητες χωρίς τον Νίτσε. Πρώτος ο Τόμας Μάν εντόπισε την αμφισημία του παράλογου (Irrazionalitaet )στον Νίτσε και τον πολιτικό κίνδυνο που εμπεριείχε. Στο ημερολόγιό του αναφέρεται ότι το 1918 μελετούσε τις «Ανεπίκαιρες Παρατηρήσεις» του Νίτσε, βιβλίο που τον ενέπνευσε να γράψει τους «Στοχασμούς ενός απολιτικού» . Μια σειρά από θέματα του βιβλίου., όπως η Kultur (πνευματικός πολιτισμός) και η Zivilisation (τεχνολογικός πολιτισμός), η υλική πρόοδος και η τέχνη, ο αισθητικός πεσιμισμός και το αντιδημοκρατικό πνεύμα, είναι θέματα που τα συναντάμε στον Νίτσε. Δανείζεται επίσης από αυτόν το θέμα της παρακμής, της δημιουργικής αρρώστιας (σχεδόν σε όλα του τα μυθιστορήματα), ένα μέρος από τους στοχασμούς του για την Ευρώπη.
Ο Τόμας Μάν έχει την ίδια στάση που έχει και ο Νίτσε απέναντι σε ένα καλλιτεχνικό έργο: κατά τον συγγραφέα, πρέπει να απελευθερωθεί η πνευματική του αξία, να καταδειχτεί ο πλούτος του για την ευρωπαϊκή κουλτούρα, αλλά και όλες οι δυνατότητες παρέκκλισης από αυτό. Στους “Στοχασμούς ενός απολιτικού”, συμπυκνώνει όλη την πολεμική εναντίον του αδερφού του Heinrich Mann . Tο κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η σημασία του να είναι κανείς Γερμανός αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και έναν απολογισμό των κοινωνικο-ηθικών του ιδεών. Προσπαθεί να υπερασπιστεί το αυταρχικό κράτος απέναντι στη δημοκρατία, και τον προσωπικό, εσωτερικό πολιτισμό του ανθρώπου απέναντι στον ηθικοπλαστικό που εκπορεύεται από το κράτος. Το έργο ανήκει στην παράδοση του “επαναστατικού συντηρητισμού” που οδήγησε στον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ. Αργότερα ο συγγραφέας αποκήρυξε αυτές τις ιδέες.
Στον “Δόκτορα Φάουστους”, ο ιδιοφυής και τρελός ταυτόχρονα μουσικοσυνθέτης, Άντριαν Λέβερκυν, επινοητής της δωδεκαφωνικής μουσικής, έχει την ίδια τύχη με τον Ζαρατούστρα.
Το 1933, λίγο μετά την άνοδο του ναζισμού, ο Τόμας Μάν μετακόμισε στην Ελβετία . Το 1937 του αφαιρείται από το πανεπιστήμιο της Βόννης ο τίτλος του καθηγητού (αποκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο, το 1946), γεγονός που στάθηκε αφορμή για τον συγγραφέα να απαντήσει, κάνοντας την επιτομή της κατάστασης ενός Γερμανού συγγραφέα στην εξορία. Ο ίδιος είχε προβλέψει τον επερχόμενο φασισμό κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαιμάρης και συνέχισε να αγωνίζεται από την εξορία εναντίον του ναζισμού στην πατρίδα του, εξαπολύοντας μύδρους κατά τις διαλέξεις του και γράφοντας λίβελους στα διάφορα άρθρα του…
Στον περιορισμένο χώρο αυτού του περιοδικού, είναι αδύνατον να καταγραφεί η ζωή και το πλούσιο έργο ενός συγγραφέα που συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας . Πέθανε στις 12 Αυγούστου του 1955 στη δημόσια κλινική της Ζυρίχης, όπου μαθαίνει ότι του απονεμήθηκε ο Σταυρός της Τάξης των Αγωνιζομένων για την Ειρήνη.
γράφει η Ιωάννα Αβραμίδου