Καθώς βγήκα έξω μιαν εσπέρα
Καθώς βγήκα έξω μιαν εσπέρα
Και περπατούσα στην Οδό Μπρίστολ
Το πλήθος στα πεζοδρόμια
έμοιαζε με θερισμένο στάρι
Και κάτω στον ξεχειλισμένο ποταμό
άκουσα έναν εραστή να τραγουδάει
κάτω από μια αψίδα του σιδηρόδρομου
«η αγάπη δεν έχει τέλος»
«Θα σ’αγαπώ, ακριβή μου, θα σ’αγαπώ
μέχρι ν’ανταμώσει η Κίνα με την Αφρική,
και τα ποτάμια κάνουν άλμα πάνω απ’τα βουνά
κι οι σολωμοί στους δρόμους θα τραγουδούν,
Θα σ’αγαπώ
μέχρι να διπλωθεί ο ωκεανός
και τον απλώσουν να στεγνώσει
και τα επτά αστέρια αρχίζουν να γκρινιάζουν
σαν χηνάκια για τον ουρανό.
Τα χρόνια θα τρέξουν σαν κουνέλια
γιατί στα χέρια μου κρατώ
το Λουλούδι των Εποχών
και την πρώτη του κόσμου αγάπη»
Αλλά όλα τα ρολόγια της πόλης
άρχισα να κάνουν φασαρία
«Μην αφήνεις να σε ξεγελά ο Χρόνος
ποτέ δεν μπορείς να τον κατακτήσεις»
«Στα λαγούμια του εφιάλτη
όπου κρύβεται η δικαιοσύνη γυμνή,
ο χρόνος παρακολουθεί από την σκιά
και βήχει όταν εσύ φιλάς»
«Μες σε πονοκέφαλους κι ανησυχίες
αόριστα ρέει μακριά η ζωή
κι ο Χρόνος θα κάνει το καπρίτσιο του
είτε αύριο είτε σήμερα»
«Σε πολλές πράσινες κοιλάδες
πέφτει τ’άθλιο χιόνι
Ο χρόνος διαλύει τους χορούς
και το λαμπρό του δύτη τόξο»
«Ω, βούτα τα χέρια σου στο νερό,
βούτα τα μέχρι τους καρπούς,
Κοίτα επίμονα, επίμονα τον νεροχύτη
και τι έχεις χάσει σκέψου».
«Ο παγετώνας χτυπάει στα ντουλάπια σου
κι η έρημος αναστενάζει στο κρεβάτι
Η ρωγμή στο φλιτζάνι του τσαγιού ανοίγει,
ένα μικρό δρομάκι στην χώρα των νεκρών»
«όπου οι ζητιάνοι εξαργυρώνουν τις επιταγές
κι ο Γίγαντας μαγεύεται απ’τον Τζακ
και το κατάλευκο αγόρι βρυχάται
κι η Τζιλ πέφτει κάτω ανάσκελα»
«Ω κοίτα, κοίτα στον καθρέφτη
Ω, κοίτα την δυστυχία σου
Η ζωή παραμένει μια ευλογία
Ακόμα κι αν εσύ δεν μπορείς να ευλογείς»
«Ω στάσου, στάσου στο παράθυρο
καθώς τα δάκρυα καίνε και τρέχουν
Θ’αγαπάς τον ανέντιμο γείτονά σου
με την ανέντιμη καρδιά σου»
Ήταν αργά, αργά βραδάκι
Οι εραστές είχανε φύγει
Τα ρολόγια σταμάτησαν την φασαρία
Κι ο βαθύς ποταμός συνέχισε να κυλάει.
W.H.Auden