γράφει η Κυριακή Θεοδωρίδου
Απρόσμενα μέσα από αλλόκοτες συγκυρίες βρέθηκα στην συμβατική και σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Έτσι, δεν έμενε παρά να δέσω την ποδιά στην μέση μου και να ακολουθήσω το μηχανικό κυνηγητό της απελπισίας.
Ένα μονότονο πηγαινέλα στα υγρά καλντερίμια της κουζίνας, που εκπροσωπούσε στον ίδιο βαθμό την σωματική αντοχή με την ψυχική ανέχεια. Εκεί που η πραγματικότητα γίνεται σκληρή εικαστικά, γιατί ξεπερνάει την φαντασία όποιας ωραιοποίησης, καθώς προσδιορίζεται μέσα από την οδύνη που μας ακολουθεί, μετά την έξοδο από τον παράδεισο.
Το μικρό κορίτσι που έπαιζε ανέμελα στους δρόμους της πείνας. Ο φόβος αντικατέστησε την ανεμελιά και η συμβατικότητα το όνειρο.
Η Λάλα μέσα από τον θορυβώδη κόσμο της κουζίνας της δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ένας καθημερινός αγωνιστής της ματαιότητας. Μόνο που με τόσο θόρυβο δεν ακούει πια τον λόγο για τον οποίο ήθελε να αγωνιστεί. Έχει κάνει προ πολλού «ειρήνη» με όποια σκέψη θα εθεωρείτο σχεδόν φιλόδοξη στην δυσμενή πραγματικότητά της και αντιλαμβάνεται την ζωή μόνο μέσα από την ενστικτώδη παρόρμηση της επιβίωσης. Εκεί, που όλα γερνάνε γρήγορα, χωρίς σημασία, με μια άοσμη ορμή να κρατηθείς από τα σκουπίδια της διάσπασης, που ορίζονται από τους απλοϊκούς και σκληρούς νόμους της στείρας αδικίας. Για να καταλήξεις στο τέλος να φοβάσαι μήπως σου πάρουν την μονότονη μιζέρια της ζωής, που έχει ήδη καταφέρει να μετατραπεί στο δεκανίκι του μέλλοντος.
Άντε και καλή τύχη μάγκες του τίποτα…Να σας δω στην λάντζα για 20€ και να δούμε τότε με την έλλειψη εγκεφαλικότητας που σας διέπει πόσο περισσότερο θα μισείτε τον κόσμο…