Η λαντζιέρα της υπομονής… ντροπής

γράφει η Κυριακή Θεοδωρίδου

Απρόσμενα μέσα από αλλόκοτες συγκυρίες βρέθηκα στην συμβατική και σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Έτσι, δεν έμενε παρά να δέσω την ποδιά στην μέση μου και να ακολουθήσω το μηχανικό κυνηγητό της απελπισίας.
Ένα μονότονο πηγαινέλα στα υγρά καλντερίμια της κουζίνας, που εκπροσωπούσε στον ίδιο βαθμό την σωματική αντοχή με την ψυχική ανέχεια. Εκεί που η πραγματικότητα γίνεται σκληρή εικαστικά, γιατί ξεπερνάει την φαντασία όποιας ωραιοποίησης, καθώς προσδιορίζεται μέσα από την οδύνη που μας ακολουθεί, μετά την έξοδο από τον παράδεισο.

Μέσα από την αναπόφευκτη κούραση εξακολουθούσα να είμαι παρατηρητής -ίσως γιατί αυτό έμαθα να κάνω, προνόμιο/κατάρα –και να αφουγκράζομαι μέσα από την άσκοπη ταχύτητα τις βαθύτερες αιτίες, που αποφεύγουν την ανατροπή όλης αυτής της αθλιότητας.
Η Λάλα εξουθενωμένη αλλά χαμογελαστή να προσπαθεί να στηρίξει όλο τον μικρόκοσμό της μέσα στα υγρά και φουσκωμένα χέρια της.
Σε ένα κυματιστό τρέμουλο, λίγο πριν την λιποθυμία και την ομιχλώδη ζάλη που θα της θύμιζε το χωριό που άφησε σε έναν μακρινό τόπο για μια καλύτερη ζωή!!!
Μόνο αυτά τα δευτερόλεπτα της λιποθυμίας θα επέστρεφε σε εκείνους τους ξεχασμένους καιρούς…Μόνο αυτά τα δευτερόλεπτα θα ήταν ο εαυτός της.
Το μικρό κορίτσι που έπαιζε ανέμελα στους δρόμους της πείνας. Ο φόβος αντικατέστησε την ανεμελιά και η συμβατικότητα το όνειρο.
Τα λιγοστά κομμάτια που φυλάχτηκαν από την κατακερματισμένη παιδική αθωότητα, είχαν το χρώμα της ανασφάλειας για το αύριο και τον τρόμο για μια νέα ενδεχόμενη λιποθυμία. Καθώς συνηθίζει κανείς ακόμη και την ασχήμια της καθημερινότητας, κάποιοι χρόνια τώρα έχουν επενδύσει κερδοφόρα σε αυτό.

Η Λάλα μέσα από τον θορυβώδη κόσμο της κουζίνας της δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ένας καθημερινός αγωνιστής της ματαιότητας. Μόνο που με τόσο θόρυβο δεν ακούει πια τον λόγο για τον οποίο ήθελε να αγωνιστεί. Έχει κάνει προ πολλού «ειρήνη» με όποια σκέψη θα εθεωρείτο σχεδόν φιλόδοξη στην δυσμενή πραγματικότητά της και αντιλαμβάνεται την ζωή μόνο μέσα από την ενστικτώδη παρόρμηση της επιβίωσης. Εκεί, που όλα γερνάνε γρήγορα, χωρίς σημασία, με μια άοσμη ορμή να κρατηθείς από τα σκουπίδια της διάσπασης, που ορίζονται από τους απλοϊκούς και σκληρούς νόμους της στείρας αδικίας. Για να καταλήξεις στο τέλος να φοβάσαι μήπως σου πάρουν την μονότονη μιζέρια της ζωής, που έχει ήδη καταφέρει να μετατραπεί στο δεκανίκι του μέλλοντος.

Όλα αυτά τα γυμνασμένα, λευκά, ανώριμα παιδιά με τα μαύρα ποιες ακριβώς δουλειές θεωρούν ότι μας παίρνουν οι μετανάστες!!

Άντε και καλή τύχη μάγκες του τίποτα…Να σας δω στην λάντζα για 20€ και να δούμε τότε με την έλλειψη εγκεφαλικότητας που σας διέπει πόσο περισσότερο θα μισείτε τον κόσμο…