Τέχνη και τρέλα

γράφει ο Κλεάνθης Γρίβας

Ανάμεσα στην «τρέλα» και στην τέχνη υπάρχει μια σχέση συνάφειας και διαφορισμού συγχρόνως.
Το βασικότερο κοινό στοιχείο τους είναι η αυθόρμητη αναδημιουργία της πραγματικότητας μ’ ένα τρόπο που δεν υπαγορεύεται από σκοπιμότητες και δεν υποτάσσεται στους καθιερωμένους κανόνες, δεσμεύσεις, συμβάσεις και πρότυπα.

Το ουσιαστικότερο διαφοροποιητικό στοιχείο τους είναι η σχέση τους με την περιρρέουσα πραγματικότητα: Στην περίπτωση της τέχνης η σχέση μ’ αυτή την πραγματικότητα διατηρείται με πλείστους όσους τρόπους που είναι κατανοητοί, ενώ στην περίπτωση της «τρέλας» η σχέση μ’ αυτή την πραγματικότητα ή αίρεται ολοσχερώς ή συντηρείται με μη κατανοητούς τρόπους.

Νομίζω, πως είναι εύκολο να καταδειχθεί ιστορικά ότι υπάρχει μια μονόδρομη σχέση από την τέχνη προς την «τρέλα» με την έννοια ότι ένας δημιουργός (όπως κάθε άνθρωπος) μπορεί να οδηγηθεί στην «τρέλα». Αυτό δεν αποκλείει και την αντίθετη κίνηση, παρ’ ότι είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν ορισμένα σχετικά παραδείγματα.

Ο δημιουργός χαρακτηρίζεται από μια αυξημένη ευαισθησία, που του επιτρέπει να υπερβαίνει συνεχώς την πραγματικότητα και να την μεταπλάθει μ’ ένα ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο. Απ’ αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί, ότι βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας ανάμεσα στην υφιστάμενη πραγματικότητα και στους ιδιαίτερους προσωπικούς τρόπους με τους οποίους μεταστοιχειώνει αυτή την πραγματικότητα. Συνεπώς, είναι συνεχώς αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να υποστεί ανατροπή αυτής της ισορροπίας προς τη μία ή την άλλη πλευρά (πράγμα που εξαρτάται σημαντικά από το απόθεμα των ψυχικών αντιστηριγμάτων που διαθέτει).

Μ’ άλλα λόγια, η «τρέλα» μπορεί να ενδυναμώσει ή να ανακόψει τη δημιουργικότητα ενός ατόμου, αλλά κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποιο απ’ τα δυο θα συμβεί.

Με δεδομένο ότι υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία ανάμεσα στον οίστρο του δημιουργού και στην «τρέλα» (ιδιαίτερα με ορισμένες μορφές που ενέχουν το στοιχείο της «μανίας»), υπάρχει ανάγκη ενός διαφορισμού τους.

Αν με τον όρο «οίστρος» υποδηλώνεται «πάσα σφοδρά επιθυμία, μανιώδης πόθος, έκφρον πάθος» (Ηρόδοτος), που καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις, τις επιλογές και τους προσανατολισμούς του ατόμου και το οδηγεί σε μια υπέρβαση της πραγματικότητας, χωρίς να το αποκόβει απ’ αυτή, τότε είναι προφανές ότι ανάμεσα στον «οίστρο» και την «τρέλα» υπάρχει η ίδια σχέση συνάφειας και διαφορισμού που διαπιστώνεται στη σχέση μεταξύ της τέχνης και της «τρέλας».

Με αφορμή αυτές τις διαπιστώσεις, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, εάν υπάρχει κάποια συμβολή της τέχνης (λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική, θέατρο) στο φωτισμό, και, ίσως, στην αναβάθμιση της «τρέλας».

1) Στο χώρο της λογοτεχνίας, η συνεισφορά των δημιουργών στη διαύγαση της «τρέλας» είναι αδιαμφισβήτητη: Από το αξεπέραστο «εγχειρίδιο ψυχιατρικής», που μας κληροδότησε ο Θερβάντες με τον «Δον Κιχώτη» (που μας παρέχει τις περισσότερες γνώσεις μας για τον «τρελό» από οποιοδήποτε άλλο γνωστό κείμενο) μέχρι τις σελίδες του Ζεράρ ντε Νερβάλ που πέρασε τη μισή του ζωή σε ψυχιατρικό άσυλο και έγραψε το «Aurelia» σε κατάσταση κρίσης, και από τις διεισδυτικές «ψυχο-ανατομικές» περιγραφές του Ντοστογιέφσκι μέχρι τις καταγραφές του (σχεδόν σχιζοφρενικού) «κλειστού σύμπαντος» από τον Κάφκα, η λογοτεχνία είχε πάντοτε να πει για την «τρέλα» πολύ περισσότερα πράγματα από τα ψυχρά και εν πολλοίς ανόητα ψυχιατρικά συγγράμματα. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με τους Ντε Σαντ και Μαζόχ σχετικά με τις λεγόμενες «σεξουαλικές διαστροφές».

2) Στο πεδίο των εικαστικών τεχνών, δεκάδες ζωγράφοι από τον Ιερώνυμο Μπος και τον Ντύρερ μέχρι τον Βαν Γκογκ, τον Πικάσο και τον Νταλί, καταβροχθίζουν τον κόσμο, τον ανακατεύουν με τα μύχια πάθη, τους ανομολόγητους πόθους, τους απρόσωπους φόβους, τις υπαρξιακές τους αγωνίες και τη γόνιμη φαντασία τους και τον «αποβάλλουν απ’ το χέρι τους» ανασυνθεμένο μ’ ένα τρόπο μοναδικό.

3) Στο χώρο της μουσικής, ο Μπερλιόζ με τη «Φανταστική Συμφωνία» (1830) και ο Στραβίνσκι με την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» (1913), εκφράσανε με τον οργανωμένο ήχο την ανάδυση και την εισβολή του Ασυνείδητου στο Συνειδητό, μ’ ένα τρόπο πολύ πιο άμεσο από τον Φρόιντ.

Απ’ αυτή την άποψη, είναι ευεξήγητο το γεγονός, ότι η ψυχιατρική τείνει να αντιλαμβάνεται την καλλι-

τεχνική δημιουργία ως ανταγωνιστή της και αποσαφηνίζονται οι λόγοι για τους οποίους επιμένει να μειώνει τη σημασία της τέχνης στη διερεύνηση των διεργασιών, που επιτελούνται στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου.

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαία η αντίδραση αποστροφής και απαξίωσης του ψυχίατρου Καρλ Γιουγκ

απέναντι στο έργο του Πικάσο, όταν, κατά την επίσκεψή του σε μια έκθεση με έργα του Ισπανού ζωγράφου στη Ζυρίχη, έσπευσε να αποφανθεί ότι επρόκειτο για μια «τυπική έκφραση σχιζοφρένειας». Ούτε η ομολογημένη αδυναμία του Φρόιντ να προσπορίζεται αισθητική χαρά και συγκίνηση από τη μουσική (δηλωτικό στοιχείο «οργανωμένης νεύρωσης», κατά τους ψυχαναλυτές). Κι ούτε η επαγγελματικά απορριπτική στάση των περισσότερων ψυχίατρων απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία, που επιμένει να διαφεύγει από τις αναπηρωτικές «ερμηνείες» τους.

Πράγμα που ερμηνεύει, επιβεβαιώνει και υποτονίζει την τεράστια σημασία του γεγονότος ότι η ανθρωπότητα έζησε εκατομμύρια χρόνια χωρίς ψυχίατρους αλλά ποτέ χωρίς ποιητές (δημιουργούς), οι οποίοι, συνεισφέροντας στη διαύγαση της «τρέλας», συμβάλλουν στη διαρκή εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο.