Φιλενάδες

Φιλενάδες


alonnisos1

Σαν να μην είχε τέλος εκείνος ο χωματόδρομος. Στριμωγμένες στην καρότσα του τρίκυκλου, βλέπαμε μέσα σε ένα νέφος σκόνης να απομακρύνονται η θάλασσα και το λιμάνι, άλλη μία στροφή και άλλη μία και πουθενά το χωριό. Έριχνα κλεφτές ματιές στη φίλη μου τη Ντολορές που είχα φέρει μαζί μου από την Νορμανδία.  Μα πού πάμε; με ρωτούσαν τα μάτια της. Πως θα κατεβαίνουμε για μπάνιο; Σταμάτησε επιτέλους το τρίκυκλο, μας άνοιξαν μία πόρτα και μας καληνύχτισαν. Ψυχή γύρω-γύρω. Πουθενά δεν έφεγγε.

Τι θα κάναμε εκεί πάνω εμείς οι δύο στο μέσον του πουθενά; Η φίλη θα άνοιγε το στόμα της να με βρίσει: που ήταν το παραμυθένιο χωριό που της είχα «πουλήσει»; Την ίδια στιγμή, από το σκοτάδι ξεπρόβαλε μία σιλουέτα, σήκωσε το μπαστούνι της προς εμάς με ένα άγριο ύφος και κάτι φώναξε.

Εκείνη μας έβριζε κανονικά, το καταλάβαμε αμέσως. Αυτό μας έλειπε, σκέφτηκα. Όμως, από το πρωί κιόλας, το νουάρ σενάριο φωτίστηκε : δίπλα μας ζούσε μία οικογένεια που μας δέχθηκε αμέσως σαν να ήμασταν τα παιδιά της, υπήρχε μονοπάτι για μία ωραία παραλία και ανάμεσα στα χαλάσματα, ζούσαν τελικά λίγοι παππούδες και αρκετές γιαγιάδες που τα σπίτια τους άντεξαν στο σεισμό, και  οι  οποίοι μας βλέπανε, φαίνεται, με καλό μάτι. Σιγά-σιγά τις μάθαμε. Το Μοσχαδάκ’, το  Αγγελικάκ’, το Μαχάκ’ όπως τις λέγανε στην Αλοννησιώτικη τραγουδιστή ντοπιολαλιά που αφαιρεί όλες τις λήγουσες και κρατεί, μακριά νότα, τη παραλήγουσα.

Χαϊδευτικά που ταίριαζαν τις μικροκαμωμένες γριούλες-κοριτσάκια, στις γαλάζιες φορεσιές τους με το μπολερό να πιέζει το στήθος και την φαρδιά φούστα με πολλές πιέτες, με τις μακριές πλεξούδες που, στις γιορτές, τις δένανε με κόκκινες κορδέλες και τις νεανικές γάμπες τους, σμιλευμένες από τα σκαλοπάτια και τα απότομα στενά του χωριού. Ξεχώριζε η φιγούρα της γυναίκας που μας είχε «κακωσορίσει» την πρώτη μέρα. Περνούσε πρωί βράδυ μπροστά στο σπίτι μας, σέρνοντας πίσω της δυο τρείς κατσίκες και τα μωρά τους, ψιλή, λεπτή μα γεροδεμένη, σαν αρχόντισσα στη γκρι πρόχειρη φορεσιά της, αγέρωχη σχεδόν, αμίλητη. Μάταια περιμέναμε να σκάσει έστω και ένα χαμόγελο. Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα βρίσκαμε στο περβάζι άλλοτε δύο αυγά, άλλοτε δύο άγουρα άγρια αχλαδιά, ώσπου να κρυφοκοιτάξω ένα απόγευμα και να την δω να ακουμπήσει άλλο δωράκι στα κλεφτά.

Από τότε, κάθε καλοκαίρι με έφερνε πίσω στο χωριό. Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε και ‘σμίξαμε’, όπως έλεγε. Πάντως, κάθε πρωί, άρχισε να φωνάζει από ψηλά, γύρω στις 7, « Ξύπνα, αγαπήμ, μη σε κλέψει ο ύπνος»,  και στην απόλυτη ησυχία, ο απόηχος της τρυφερής πλέον φωνής της έφτανε μέχρι τα κάτω σπίτια όπου έμεινα πια, σαν να ήταν δίπλα μου. Οι επισκέψεις που της έκανα γίνονταν πάντα στο κατώφλι του ωραίου πέτρινου σπιτιού της. Μέσα δεν έμπαινες.

Μου έφερνε την κάρτα που της είχα στείλει με κάποιες τυπικές πασχαλινές ευχές. «Δεν ζήτησες από κάποιο μπάρμπα που ξέρει γράμματα να σου τη διαβάσει; την ρώτησα την πρώτη φορά. − Σάμπως θέλω να μάθουν οι άλλοι τι μου γραφείς ! » Κάποια φεγγάρια μετά, το καλοκαίρι που θα ήταν για αυτήν το τελευταίο – μήπως το προαισθανόταν; –άνοιξαν οι πόρτες του άβατου. «Μπες, κάτι σου έχω φιλέψει».  Άδειο σχεδόν το ευρύχωρο δωμάτιο, ούτε ένα παλιοπετρογκάζ δεν είχε μέσα.

Τα «παιδάκια» της στο κατώι όπου τα έκλεινε το βράδυ τρώγανε καλά. Εκείνη, αν δεν έλεγε να πιάσει η φωτιά στο τζάκι για να βράσει ένα αυγό η λίγα χόρτα,  δεν θα χάλαγε ο κόσμος, θα χόρταινε με δυο παξιμάδια. Το μάτι μου πήρε μόνο, σκορπισμένες στο πάτωμα αμέτρητες χρησιμοποιημένες μπαταρίες. Έλυσε την απορία μου. Μία αδυναμία είχε, ένα πάθος στη μοναξιά της : το θέατρο. Όλο το καλοκαίρι λοιπόν τις μάζευε από τις ταβέρνες, για να ακούσει το χειμώνα στο μικρό τρανζίστορ το Θέατρο της Τετάρτης. Εκείνα τα βράδια, τύχαινε να μη προλάβει να ανάψει τα κανδήλια. Ο Θεός θα κατάλαβε, φιλότεχνος δεν θα ήταν και Αυτός;

Το ίδιο καλοκαίρι, μια φορά που βρεθήκαμε να αγναντέψουμε διπλά δίπλα  την ανατολή, ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου και, κάπως επίσημα, μου είπε : «Εμείς οι δύο, Γιάννα, ίδιες είμαστε». Με έβλεπε να έρχομαι κάθε χρόνο «όλο μοναχήμ» και εγώ. Νοικοκυριό δεν είχαμε ούτε εκείνη ούτε εγώ. Και οι δύο  αλωνίζαμε τα μονοπάτια, αυτή να βοσκήσει τα μικρά της, εγώ να εξερευνήσω το νησί. Μήπως όμως το είχαμε ανάγκη το συνεχές βάδισμα και η μία και η άλλη για να στεκόμαστε όρθιες και να νανουρίζουμε κάποιο καημό που μας έτρωγε; Της είχα αναφέρει με δύο λόγια ένα γάμο που απέτυχε.

Εμένα μου είπανε ότι τότε που φύγανε οι Γερμανοί από το νησί είχε κλάψει, απαρηγόρητη, έναν νεαρό που ανατινάχθηκε από μία νάρκη κάτω στην παραλία. Όλα αυτά  εννοούσε με τη λέξη «ίδιες»;  Πού να ξέρεις; Ξέρω πάντως ότι,  άσχετα εάν έχει ακούσει ποτέ της τη λέξη φεμινισμός, αυτή τη μαγική στιγμή, μας έδενε μια γνήσια γυναικεία αλληλεγγύη.

«Τι σας είναι;» με ρώτησε η νοσοκόμα όταν μπήκα στο θάλαμο της στο νοσοκομείο του Βόλου. Στην Αθήνα όπου δούλευα πια, με είχαν ειδοποιήσει  πως με ζητούσε.  Εκείνη με πρόλαβε : «Φιλενάδα είναι.» Σήμερα στο χωρίο που λέγεται πια Χώρα στα διαφημιστικά έντυπα, οι τουρίστες φωτογραφίζουν τις παραδοσιακές φορεσιές στις λαογραφικές εκδηλώσεις. Στη ντουλάπα μου, φύλαξα άθικτα, το γαλάζιο φόρεμα και το λινό πουκάμισο που, πριν πεθάνει, μου έγραψε η φιλενάδα μου.

 

Jeanne Roques-Tesson